Êmulo - ορισμός. Τι είναι το Êmulo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Êmulo - ορισμός


emul-      
el.comp. antepositivo, do lat. aemùlus,a,um 'êmulo, rival; invejoso, inimigo'; ocorre já em voc. orign. latinos, como emulação , emulado, emulador, emular e êmulo , já nos cultismos emulante , emulativo e emulatório , de form. recente
êmulo      
adj (lat aemulu) Que experimenta emulação a respeito de outrem; rival, concorrente
sm
1 Aquele que tem emulação.
2 Seguidor, imitador, competidor.
3 Contrário, adversário. Var: emulador.
êmulo      
adj.s.m. (-1563 HPint I 269) diz-se de ou aquele que nutre emulação por; rival, competidor
-etim lat. aemùlus,a,um 'êmulo, rival; invejoso, inimigo'; ver emul- -sin/var ver sinonímia de adversário -ant ver antonímia de adversário -par emulo(fl.emular); êmula(f.)/ emula (fl.emular)